DEALS SERVICES

Αποτίμηση επιχειρήσεων σε υπερπληθωριστικές οικονομίες

insight featured image
Η αποτίμηση των επιχειρήσεων σε περιόδους υπερπληθωρισμού απαιτεί επιπλέον προσοχή και ικανότητα. Πώς μπορεί να υπολογίσει κανείς πλέον τη σχετική πρόκληση;
Contents

Τι είναι ο υπερπληθωρισμός;

Με τον όρο «υπερπληθωρισμός», εννοούμε την ταχύτατη και υψηλή αύξηση του πληθωρισμού μιας οικονομίας σε μικρό χρονικό ορίζοντα. Διάσημα ιστορικά παραδείγματα ύπαρξης «υπερπληθωρισμού» περιλαμβάνουν τη Γερμανία της Βαϊμάρης στην περίοδο αποκατάστασης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Ζιμπάμπουε μεταξύ 2007 και 2009, όπου ένα χαρτονόμισμα εκατό τρισεκατομμυρίων δολαρίων έγινε η μεγαλύτερη ονομαστική αξία νομίσματος που εκδόθηκε ποτέ. Ο «υπερπληθωρισμός» αποτελεί μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη για μια οικονομία και τον πληθυσμό της, καθώς η πρόσβαση σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης καθίσταται δυσκολότερη.

Ακολούθως, ο υπερπληθωρισμός μπορεί να καταστήσει την κατανόηση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων και την αποτίμηση μιας εταιρίας, εξαιρετικά δύσκολη. Τα διεθνή λογιστικά πρότυπα (και συγκεκριμένα το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο - 29) περιλαμβάνουν ειδικές διατάξεις για τον χειρισμό των εταιρικών αποτελεσμάτων και αποτιμήσεων υπό το καθεστώς υπερπληθωρισμού.

Κατανόηση των χρηματοοικονομικών αποτελεσμάτων εν μέσω υπερπληθωρισμού

Τα λογιστικά πρότυπα παρέχουν καθοδήγηση για τον προσδιορισμό της ύπαρξης υπερπληθωρισμού καθώς και διατάξεις, για την επαναδιατύπωση των δεικτών χρηματοοικονομικής επίδοσης, προκειμένου να έχουν νόημα.

Ενώ εμπειρικά μια μηνιαία αύξηση των τιμών κατά 50% αναφέρεται συνήθως ως όριο για τον υπερπληθωρισμό, το ΔΛΠ 29 δεν προσδιορίζει το απόλυτο ποσοστό. Αντίθετα, η ανάγκη επαναδιατύπωσης των οικονομικών καταστάσεων μιας εταιρίας αφήνεται στην κρίση του ορκωτού ελεγκτή.

Εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει υπερπληθωρισμός, οι χρηματοοικονομικές συναλλαγές πρέπει να αναμορφωθούν βάσει του υφιστάμενου γενικού δείκτη τιμών κατά την ημερομηνία σύνταξης της κατάστασης οικονομικής θέσης. Η Ενότητα 29.9 αναφέρει ότι στοιχεία όπως τα ταμειακά διαθέσιμα, δεν αναμορφώνονται, γιατί ήδη παρουσιάζονται βάσει της τρέχουσας ισοτιμίας. Λοιπά στοιχεία αναμορφώνονται με βάση τη μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών μεταξύ της ημερομηνίας απόκτησης αυτών των στοιχείων και της ημερομηνίας κατάρτισης της κατάστασης οικονομικής θέσης.

Οι ως άνω αναπροσαρμογές είναι απαραίτητες προκειμένου οι Οικονομικές Καταστάσεις της εταιρίας να έχουν «νόημα». Σε μια υπερπληθωριστική οικονομία, το χρήμα χάνει γρήγορα την αγοραστική του δύναμη με αποτέλεσμα η σύγκριση των ποσών από συναλλαγές και άλλα γεγονότα που έχουν συμβεί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, ακόμη και εντός της ίδιας λογιστικής περιόδου, να είναι παραπλανητική. Το αποτέλεσμα της αναμόρφωσης των οικονομικών καταστάσεων για τον πληθωρισμό είναι ότι τα ετήσια αποτελέσματα αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια του έτους. Ωστόσο, η σύγκριση των αποτελεσμάτων μεταξύ ετών είναι προβληματική, καθώς τα αποτελέσματα του κάθε έτους έχουν προσαρμοστεί στο αντίστοιχο επίπεδο τιμαριθμικής αναπροσαρμογής.

Το κατά πόσο μια οικονομία θεωρείται υπερπληθωριστική σύμφωνα με τον ορισμό του ΔΛΠ 29 μπορεί να αλλάξει από έτος σε έτος. Σε περίπτωση που μία οικονομία σταματήσει να θεωρείται υπερπληθωριστή, οι παραπάνω αναμορφώσεις δεν απαιτούνται πλέον. Συνεπώς, είναι σημαντικό να δίνεται η απαραίτητη προσοχή κατά τη σύγκριση μεταξύ αυτών των οικονομικών ετών. Ο πληθωρισμός μπορεί να εξακολουθεί να τρέχει σε υψηλά επίπεδα ακόμη και όταν δεν υπάρχει υπερπληθωρισμός. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχουν ακόμα σημαντικές αλλαγές στην αγοραστική δύναμη του νομίσματος κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, καθιστώντας δύσκολη την αξιολόγηση της τρέχουσας οικονομικής απόδοσης.

Χρησιμοποιώντας ένα σταθερό νόμισμα για την αποτίμηση των εταιριών

Σε υπερπληθωριστικές οικονομίες, το τοπικό νόμισμα είναι, εξ ορισμού, ασταθές και η αξία του υποχωρεί ραγδαία μέρα με τη μέρα. Ως εκ τούτου, οι προβλέψεις για τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα μιας εταιρίας σε τοπικό νόμισμα είναι αναξιόπιστες, καθώς τόσο τα επίπεδα πληθωρισμού όσο και οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι αδύνατο να προβλεφθούν με ακρίβεια. Στις περιπτώσεις αυτές, είναι απαραίτητο να χρησιμοποιηθεί ένα «σταθερό» νόμισμα για την κατάρτιση του επιχειρηματικού σχεδίου της εταιρίας ειδικά όταν η βασική μέθοδος αποτίμησης είναι η μέθοδος των Προεξοφλημένων Ταμειακών Ροών (DCF), η οποία βασίζεται σε οικονομικές προβλέψεις.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδέχεται να έχουν καταρτιστεί αξιόπιστες αναπροσαρμοσμένες ιστορικές οικονομικές καταστάσεις από την εταιρία σε ξένο νόμισμα. Στις περιπτώσεις που αυτό δεν έχει πραγματοποιηθεί, το ΔΛΠ 21 «Οι επιδράσεις μεταβολών των τιμών συναλλάγματος» συνιστά τη μετατροπή των λογαριασμών σε τοπικό νόμισμα, αφού γίνουν οι υπερπληθωριστικές αναμορφώσεις του ΔΛΠ 29. Σε οικονομίες με τυπικά επίπεδα πληθωρισμού, οι συναλλαγές μετατρέπονται με την άμεση ισοτιμία συναλλάγματος κατά την ημερομηνία της αποτίμησης.

Σημειώνεται ότι οι συναλλαγές και τα υπόλοιπα λογαριασμών σε μια υπερπληθωριστική οικονομία θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν την αγοραστική δύναμη του νομίσματος στο τέλος του έτους (σύμφωνα με το ΔΛΠ 29). Επομένως, η μετατροπή του νομίσματος για αυτά τα ποσά θα πρέπει επίσης να γίνεται με την τρέχουσα ισοτιμία στο τέλος του έτους.

Αντιμετώπιση πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών (για τα ίδια νομίσματα)

Ένα επιπλέον πρόβλημα δημιουργείται καθώς το ενδεχόμενο υπερπληθωρισμού συχνά γίνεται πιο περίπλοκο  λόγω ύπαρξης διαφόρων συναλλαγματικών ισοτιμιών για το τοπικό νόμισμα, όπως η επίσημη ισοτιμία της κεντρικής τράπεζας και η «παράλληλη» ισοτιμία. (Η «παράλληλη» ισοτιμία είναι αυτή που χρησιμοποιεί η πλειονότητα των ανθρώπων για να μετατρέψουν χρήματα σε ξένο νόμισμα). Σε ορισμένες περιπτώσεις θα μπορούσε επίσης να υπάρχει κάποια αγοραία τιμή στην οποία μπορεί να έχουν πρόσβαση οι επιχειρήσεις, κάπου μεταξύ των δύο ισοτιμιών.

Σύμφωνα με το ΔΛΠ 21, όταν υπάρχουν πολλαπλές διαθέσιμες συναλλαγματικές ισοτιμίες, η χρησιμοποιούμενη ισοτιμία θα πρέπει να είναι αυτή με την οποία οι απεικονιζόμενες μελλοντικές ταμειακές ροές θα είχαν μεταφραστεί εάν είχαν προκύψει κατά την ημερομηνία επιμέτρησης. (ΔΛΠ 21.26). Έτσι, εάν η επιχείρηση μπορούσε να μετατρέψει τα ταμειακά της διαθέσιμα σε ξένο νόμισμα μόνο μέσω της κεντρικής τράπεζας, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η επίσημη συναλλαγματική ισοτιμία της κεντρικής τράπεζας. Εάν στην πράξη, τα ταμειακά διαθέσιμα θα είχαν μεταφραστεί μέσω κάποιας εμπορικής τράπεζας, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί η άμεση ισοτιμία που ορίζουν οι εμπορικές τράπεζες. Γενικότερα, για τον υπολογισμό πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πιο πιθανή ισοτιμία μετατροπής για την επιχείρηση.

Αυτή η καθοδήγηση αφορά στη μετατροπή λογαριασμών από τοπικό νόμισμα σε σταθερό ξένο νόμισμα, όπως το Ευρώ. Ωστόσο, η επιχείρηση μπορεί επίσης να πραγματοποιεί κάποιες συναλλαγές σε Ευρώ ή σε άλλα ξένα νομίσματα, γεγονός που μπορεί να διαστρεβλώσει περαιτέρω τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα.

Προσεκτική εφαρμογή στον πραγματικό κόσμο

Εάν η εταιρία δεν έχει πρόσβαση στις συναλλαγματικές ισοτιμίες που χρησιμοποιούνται για τη μετατροπή όλων των νομισματικών της συναλλαγών (όπως μπορεί να συμβεί σε χώρες που υπόκεινται σε συναλλαγματικούς ελέγχους), οι διαφορές αναγνωρίζονται στην Κατάσταση Αποτελεσμάτων Χρήσης (ΔΛΠ 21.28).

Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου οικονομικού περιβάλλοντος, υπάρχουν παραδείγματα όπου ο κύκλος εργασιών και τα λειτουργικά έξοδα μεταφράζονται σε ένα είδος ισοτιμίας (π.χ. στην ισοτιμία της Κεντρικής Τράπεζας) με τις διαφορές σε σχέση με τις ισοτιμίες των εμπορικών τραπεζών να αναγνωρίζονται στα χρηματοοικονομικά έξοδα (τα οποία παρουσιάζονται κάτω από τα ΚΠΤΦΑ (EBITDA)). Αυτό διογκώνει τόσο τον κύκλο εργασιών, όσο και τα ΚΠΤΦΑ, τα οποία είναι βασικοί δείκτες αποτίμησης των επιχειρήσεων, ενώ τα σχετικά κόστη αναγνωρίζονται σε μία γραμμή της κατάστασης αποτελεσμάτων χρήσης που ενδέχεται να μην υπόκεινται σε ενδελεχή ανάλυση και επομένως να μην λαμβάνονται υπόψη στην αποτίμηση της επιχείρησης.

Η εφαρμογή σωστού και αποτελεσματικού ελέγχου στα δεδομένα είναι εξαιρετικά σημαντική στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για παράδειγμα:

  • τι υποδηλώνουν οι προβλέψεις για το μέσο έσοδο ανά πελάτη;
  • έχει νόημα σε αυτή την οικονομία;
  • τι υποδηλώνουν οι προβλέψεις για το επίπεδο των επενδύσεων σε κεφαλαιουχικές δαπάνες που απαιτούνται για τη στήριξη της ανάπτυξης;
  • έχει νόημα αυτό δεδομένων των υφιστάμενων υποδομών της χώρας;
  • πώς συγκρίνεται με το ύψος επένδυσης που απαιτείται σε παρόμοιες οικονομίες και γεωγραφικές περιοχές;

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω καταλήγουμε στο ότι είναι σημαντικό το χρηματοοικονομικό μοντέλο να λαμβάνει υπόψη τόσο τα ιδιοσυγκρατικά στοιχεία και τις εκτιμήσεις για την μελλοντική πορεία της εταιρίας και του τομέα δραστηριότητας της, όσο και τα μακροοικονομικά δεδομένα, το οικονομικό περιβάλλον και τον πραγματικό κόσμο.