ΑΡΘΡΟ

Εντοπισμός και περιορισμός του Greenwashing: Έμφαση στις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες

Ανανίας Δεληγιαννίδης
By:
insight featured image
Contents

Ο τομέας των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών είναι ιδιαίτερα ευάλωτος στο greenwashing, καθώς διαδραματίζει βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση και την επένδυση σε έργα και δραστηριότητες που έχουν αυξημένο περιβαλλοντικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Οι πάροχοι χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, όπως οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων και οι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι, πρέπει να διασφαλίσουν ότι λειτουργούν με διαφάνεια και υπευθυνότητα ως προς τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις τους και ότι τηρούν τα σχετικά πρότυπα και κανονισμούς, καθώς ο κλάδος βρίσκεται στο επίκεντρο του ρυθμιστικού ελέγχου και της πίεσης από τα ενδιαφερόμενα μέρη και ευρύτερα κοινωνικά σύνολα  προκειμένου να ενεργεί με βιώσιμο τρόπο.

Υπάρχει ένα ευρύ φάσμα προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση των φαινομένων greenwashing, συμπεριλαμβανομένου του συστήματος ταξινόμησης της ΕΕ, του Κανονισμού Γνωστοποιήσεων Αειφορίας (SFDR) και του χάρτη πορείας της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (EBA) για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, καθώς και αρκετοί ορισμοί για το φαινόμενο. Σε γενικές γραμμές, το greenwashing ορίζεται ως η πρακτική της υποβολής παραπλανητικών ή ανυπόστατων ισχυρισμών σχετικά με τα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά οφέλη ενός προϊόντος, μιας υπηρεσίας ή ενός ολόκληρου οργανισμού. Πρόκειται για μια μορφή παραπλανητικού μάρκετινγκ που εκμεταλλεύεται την αυξανόμενη ζήτηση των καταναλωτών για βιώσιμες και ηθικά αποδεκτές λύσεις.

Το greenwashing μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες τόσο για τους καταναλωτές όσο και για τις επιχειρήσεις. Οι καταναλωτές μπορεί να παραπλανηθούν και να αγοράσουν προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν συνάδουν με τις αξίες ή τις προσδοκίες τους και μπορεί να χάσουν την εμπιστοσύνη τους στην αξιοπιστία των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών απαιτήσεων. Οι επιχειρήσεις μπορεί να αντιμετωπίσουν νομικούς κινδύνους, να υποστούν ζημία στη φήμη τους και να χάσουν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημά τους εάν αποκαλυφθεί ότι συμμετέχουν  σε πρακτικές greenwashing.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA) πρότεινε μια δομημένη προσέγγιση για τον προσδιορισμό των τομέων που εκτίθενται στους κινδύνους του greenwashing σε τέσσερις βασικές παραμέτρους: i) ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει ένας φορέας ενός συγκεκριμένου τομέα στο greenwashing, ii) τα θέματα για τα οποία διατυπώνονται ισχυρισμοί περί βιώσιμων πρακτικών iii) οι ιδιότητες που τους καθιστούν παραπλανητικούς, όπως παραλείψεις κ.λπ. και iv) τα κανάλια μέσω των οποίων κοινοποιούνται οι εν λόγω ισχυρισμοί, όπως οι ρυθμιστικές πληροφορίες κ.λπ.

Ο κίνδυνος του greenwashing στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εμφανίζεται κυρίως σε επίπεδο προϊόντων και σε μικρότερο βαθμό σε ισχυρισμούς που διατυπώνονται σε επίπεδο οντότητας, με κύριο λόγο το γεγονός ότι γενικότερα, οι συμμετέχοντες στην αγορά αναμένουν λιγότερο από μια οντότητα που λειτουργεί ως αντιπρόσωπος  ή κατασκευαστής βάσει της οδηγίας MiFID II να θεωρείται ότι δρα με γνώμονα περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και σχετικούς με τη διακυβέρνηση (ESG) παράγοντες σε σχέση με έναν εκδότη ή έναν διαχειριστή περιουσιακών στοιχείων.

Υπάρχουν ορισμένες ενδείξεις που μπορούν να βοηθήσουν τους καταναλωτές και τους επενδυτές να εντοπίσουν το greenwashing στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως:

  • Έλλειψη σαφών και ενιαίων ορισμών και κριτηρίων για τα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά σήματα, τις αξιολογήσεις ή τις πιστοποιήσεις. Για παράδειγμα, ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή υπηρεσία μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι «πράσινο», «βιώσιμο» ή «υπεύθυνο», χωρίς όμως να διευκρινίζει τι σημαίνουν αυτοί οι όροι ή πώς μετρούνται.
  • Έλλειψη ανεξάρτητης επαλήθευσης και διασφάλισης των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών απαιτήσεων. Για παράδειγμα, ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή μια χρηματοοικονομική υπηρεσία μπορεί να ισχυρίζεται ότι ακολουθεί ορισμένα πρότυπα ή αρχές, χωρίς όμως να προσκομίζει στοιχεία εξωτερικών ελέγχων ή επισκοπήσεων από αξιόπιστα τρίτα μέρη.
  • Έλλειψη γνωστοποίησης και διαφάνειας των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών επιπτώσεων και κινδύνων. Για παράδειγμα, ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή υπηρεσία μπορεί να ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει θετικά περιβαλλοντικά ή κοινωνικά αποτελέσματα, αλλά χωρίς να γνωστοποιεί τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις ή τους συμβιβασμούς που συνεπάγεται, ή τις μεθοδολογίες και τις παραδοχές που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό τους.
  • Δυσανάλογη ή άνευ σημασίας έμφαση στις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές πτυχές. Για παράδειγμα, ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή υπηρεσία μπορεί να τονίζει ένα επουσιώδες ή περιφερειακό περιβαλλοντικό ή κοινωνικό χαρακτηριστικό, ενώ αγνοεί ή υποβαθμίζει τις μείζονες ή βασικές πτυχές που έχουν σημαντικότερες επιπτώσεις.
  • Ασυνέπεια ή αντίφαση μεταξύ των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών απαιτήσεων και των πραγματικών πρακτικών ή επιδόσεων. Για παράδειγμα, ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή υπηρεσία μπορεί να ισχυρίζεται ότι εναρμονίζεται με ορισμένους περιβαλλοντικούς ή κοινωνικούς στόχους ή δεσμεύσεις, χωρίς όμως να αποδεικνύει πώς αυτά ενσωματώνονται στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων ή στις λειτουργίες του παρόχου.
Αναλύοντας τις πρόσφατες τάσεις στον χώρο των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων
Αναλύοντας τις πρόσφατες τάσεις στον χώρο των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων
Δείτε περισσότερα

Οι καταναλωτές και οι επενδυτές μπορούν να προβούν σε μια σειρά από ενέργειες προκειμένου να εντοπίσουν και να μετριάσουν περαιτέρω το φαινόμενο του greenwashing στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπως:

  • Να πραγματοποιούν κατάλληλη έρευνα και δέουσα επιμέλεια. Προτού αγοράσουν ή επενδύσουν σε ένα χρηματοοικονομικό προϊόν ή υπηρεσία, θα πρέπει να ελέγχουν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα των περιβαλλοντικών ή κοινωνικών απαιτήσεων που προβάλλει ο πάροχος. Να αναζητούν σαφείς και ενιαίους ορισμούς και κριτήρια, ανεξάρτητη επαλήθευση και διασφάλιση, γνωστοποίηση και διαφάνεια, συνάφεια και αναλογικότητα, καθώς και συνέπεια και εναρμόνιση των απαιτήσεων. Να συγκρίνουν και να αντιπαραβάλουν διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες και να ζητήσουν τη συμβουλή ειδικού, εάν χρειάζεται.
  • Να κάνουν τις σωστές ερωτήσεις και να ζητούν αποδείξεις για τις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές επιδόσεις και τις επιδράσεις των χρηματοοικονομικών προϊόντων και υπηρεσιών που τους ενδιαφέρουν. Να ζητούν από τους παρόχους διευκρινίσεις ως προς το πώς μετρούν και αναφέρουν τα περιβαλλοντικά ή κοινωνικά αποτελέσματα και τους κινδύνους τους και πώς συμμορφώνονται με τα σχετικά πρότυπα και κανονισμούς. Να ενθαρρύνουν τους παρόχους να βελτιώσουν τις περιβαλλοντικές ή κοινωνικές πρακτικές και επιδόσεις τους και να υιοθετήσουν βέλτιστες πρακτικές και καινοτόμες λύσεις στον τομέα.
  • Nα στηρίζουν πρωτοβουλίες και οργανισμούς που προωθούν τη βιώσιμη ανάπτυξη και τις δεοντολογικές πρακτικές στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Να συμμετέχουν ή να υποστηρίζουν δίκτυα, πλατφόρμες, εκστρατείες ή κινήματα που τάσσονται υπέρ της ενίσχυσης της διαφάνειας, της λογοδοσίας και της υπευθυνότητας στον χρηματοοικονομικό τομέα. Να υποστηρίζουν την ανάπτυξη και την εφαρμογή κοινών πλαισίων, προτύπων και κανονισμών που αποτρέπουν και καταπολεμούν το greenwashing στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Να αναγνωρίζουν και να επιβραβεύουν τους παρόχους χρηματοοικονομικών υπηρεσιών που αποδεικνύονται πρωτοπόροι και κορυφαίοι στις περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις και επιδράσεις.

Ο κλάδος των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών μπορεί επίσης να λάβει μια σειρά από μέτρα για την αποκατάσταση των κινδύνων που διαπιστώνονται από το greenwashing, όπως:

  • Ισχυροποίηση του κανονιστικού πλαισίου έναντι των κινδύνων του greenwashing.
  • Επένδυση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στη διακυβέρνηση, τις διαδικασίες, τις δεξιότητες, τα συστήματα ΙΤ.
  • Καθιέρωση μιας συνολικής στρατηγικής δεδομένων που παράγει αξιόπιστα και συνεπή δεδομένα σχετικά με τις βιώσιμες πρακτικές που εφαρμόζονται.
  • Βελτίωση της ποιότητας των γνωστοποιήσεων για τους επενδυτές και τις κοινότητες.

Το νέο καθεστώς, το οποίο θεσπίζεται με την οδηγία 2022/2464/ΕΕ σχετικά με την υποβολή εκθέσεων για την εταιρική βιωσιμότητα (CSRD) και τα ευρωπαϊκά πρότυπα υποβολής εκθέσεων εταιρικής βιωσιμότητας (ESRS), θα βοηθήσει τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τους συμμετέχοντες στην αγορά να αμβλύνουν ορισμένα από τα ζητήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω. Το νέο καθεστώς θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2024, ενώ οι πρώτες εκθέσεις βιωσιμότητας θα δημοσιευθούν το 2025. Παράλληλα, η πρόταση οδηγίας για την εταιρική δέουσα επιμέλεια όσον αφορά τη βιωσιμότητα (CSDDD) μπορεί να ενισχύσει τη βελτίωση των μελλοντικών πληροφοριών σε αυτόν τον τομέα, με τις μεγάλες εταιρίες να υποχρεούνται ενδεχομένως να καταρτίσουν τα λεγόμενα «σχέδια μετάβασης» στο μέλλον.

Το πρακτορείο Reuters ανέφερε πρόσφατα ότι πάνω από το 70% των περιπτώσεων greenwashing τους τελευταίους 12 μήνες αφορούσαν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με τα ευρωπαϊκά να ευθύνονται για τις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις. Οι περιπτώσεις greenwashing αφορούσαν ανακριβείς ισχυρισμούς σχετικά με τα ορυκτά καύσιμα.

  • Τον Σεπτέμβριο του 2023 επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 25 εκατ. δολαρίων στην DWS Investment Management Americas, καθώς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) διαπίστωσε ότι προέβη σε «ανησυχητικές» ανακρίβειες σχετικά με επενδυτικές διαδικασίες ESG . Η εταιρία διαφήμιζε τον εαυτό της ως πρωτοπόρο στις επενδύσεις με κριτήρια ESG, αλλά από τον Αύγουστο του 2018 έως τα τέλη του 2021, παρέλειψε να εφαρμόσει ορισμένες σχετικές πολιτικές, οι οποίες χρεώθηκαν στους επενδυτές, δήλωσε η ρυθμιστική αρχή.
  • Το 2020, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) επέβαλε πρόστιμο ύψους 1,5 εκατ. δολαρίων στην BNY Mellon Corp. επειδή φέρεται να παραποίησε και να παρέλειψε πληροφορίες σχετικά με παράγοντες που αφορούν το περιβάλλον, την κοινωνία και τη διακυβέρνηση (ESG) στο πλαίσιο της μονάδας διαχείρισης επενδύσεων.
  • Το 2019, η Αρχή Διαφημιστικών Προτύπων (ASA) του Ηνωμένου Βασιλείου απαγόρευσε την προβολή μιας διαφήμισης της HSBC Holdings PLC, η οποία ισχυριζόταν ότι είχε τις χαμηλότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από κάθε άλλη μεγάλη αεροπορική εταιρία στην Ευρώπη, καθώς δεν τεκμηρίωνε τον ισχυρισμό αυτό με επαρκή στοιχεία. Η ASA έκρινε επίσης ότι η διαφήμιση ήταν παραπλανητική σχετικά με τα οικολογικά διαπιστευτήρια της HSBC και δεν ανέφερε τη χρηματοδότηση της τράπεζας σε ρυπογόνες βιομηχανίες.
  • Το 2018, η Νορβηγική Αρχή Καταναλωτών (NCA) επέβαλε πρόστιμο 200.000 ευρώ σε εταιρία επίπλων για παραπλάνηση των καταναλωτών σχετικά με τη βιωσιμότητα των προϊόντων της, όπως ο ισχυρισμός ότι κατασκευάζονταν από ανακυκλωμένα υλικά ή ότι είχαν θετικό περιβαλλοντικό αντίκτυπο. Η NCA διαπίστωσε ότι η εταιρία είχε συνεργαστεί με μια τράπεζα για να προσφέρει ένα «πράσινο» προϊόν δανείου για τους πελάτες της, χωρίς όμως να παρέχει σαφείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με τα περιβαλλοντικά οφέλη ή τα κριτήρια του δανείου.

Αναμφίβολα, το greenwashing θα συνεχίσει να αποτελεί σημαντικό κίνδυνο στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, καθώς υπάρχει αυξημένη ζήτηση για βιώσιμα προϊόντα και υπηρεσίες. Ο κλάδος βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι όπου πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για το μέλλον σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης του κινδύνου και την υποστήριξη βιώσιμων επενδυτικών αποφάσεων.