ΑΡΘΡΟ

Μπορεί η Ελλάδα να καταστεί ενεργειακά εξαγωγική έως το 2030;

Ιωάννης Στεφάνου
By:
insight featured image
Contents

Με τις υπόγειες αποθήκες της Ευρώπης να είναι σχεδόν πλήρεις (σε ποσοστό άνω του 95%) και την κατανάλωση φυσικού αερίου να είναι σημαντικά μειωμένη σε σχέση με πέρυσι λόγω μείωσης της κατανάλωσης (και της αλλαγής καυσίμου) στην βιομηχανία και στην ηλεκτροπαραγωγή (να σημειώσουμε ότι αθροιστικά για τους πρώτους 11 μήνες του 2022 οι εισαγωγές ρωσικού αερίου που καλύπτουν την εγχώρια κατανάλωση μειώθηκαν κατά 2/3 σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021), διαφαίνεται ότι για τον φετινό χειμώνα δεν υφίστανται ζητήματα ασφάλειας εφοδιασμού.

Ειδικότερα στην Ελληνική αγορά ΗΕ, η κατανάλωση τον περασμένο Οκτώβριο σημείωσε πτώση κατά 8,79 % σε σχέση με τον περσινό Οκτώβρη, ενώ η μείωση της εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής ανήλθε σε 22,94%, πάντα σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα (Οκτώβριος) του προηγούμενου έτους. Αντίθετα, οι εισαγωγές ΗΕ από γειτονικές χώρες αυξήθηκαν κατά 30,74% σε σχέση με πέρυσι. Τα ανωτέρω βέβαια κάθε άλλο παρά ανακουφίζουν τους καταναλωτές και δη τους βιομηχανικούς, οι οποίοι βιώνουν ένα αβάστακτο ενεργειακό κόστος λόγω των εξαιρετικά υψηλών τιμών του TTF.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, συνεχίζεται ζωηρός ο διάλογος για την αξία του TTF ως reference hub, όπως και του τρόπου σύνδεσης του με την τιμολόγηση μακροχρόνιων συμβολαίων ΦΑ, επανεξετάζεται το μοντέλο σχεδιασμού της χονδρεμπορικής αγοράς με το marginal pricing, την αδυναμία σύναψης (σε ορισμένες αγορές) διμερών «φυσικών συμβολαίων», αλλά και μια σειρά άλλων δομικών ζητημάτων που οδηγούν σε πολύ υψηλές τιμές στην αγορά.

Για πολλά χρόνια η Ρωσική κυριαρχία στις εισαγωγές φυσικού αερίου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης όπως και η κατεύθυνση των διασυνοριακών ροών ήταν δεδομένη. Τα τελευταία 3 χρόνια έχουν τεθεί σε λειτουργία νέες υποδομές, γεγονός που επέτρεψε στην περιοχή να διαφοροποιήσει το μείγμα εισαγωγών της και να αλλάξει σημαντικά τα πρότυπα ροής φυσικού αερίου. O TAP που εισάγει αζέρικο αέριο, η εκκίνηση του LNG terminal της Κροατίας και η υψηλότερη αξιοποίηση της Ρεβυθούσας στην Ελλάδα, έχουν φέρει περισσότερο LNG στην περιοχή. Επιπλέον δύο ιδιαίτερα κρίσιμες υποδομές στον βόρειο και στον νότιο άξονα του συστήματος, το LNG terminal της Gastrade στην Αλεξανδρούπολη και αυτό της Dioriga Gas στην Κόρινθο θα είναι σε λειτουργία τα επόμενα χρόνια.

Κεντρικό ερώτημα είναι εάν ως αποτέλεσμα αυτών των επενδύσεων η περιοχή μπορεί να έχει ένα μέλλον προμήθειας φυσικού αερίου, απεξαρτημένο από τη Ρωσία. Διαφαίνεται ότι υπάρχει σχεδόν επαρκής παραγωγική ικανότητα για την εισαγωγή και τη διανομή επαρκούς όγκου για την αντικατάσταση των Ρωσικών εισαγωγών (υποθέτοντας φυσικά ότι η εναλλακτική προσφορά είναι διαθέσιμη και σε αποδεκτή τιμή). Υπάρχουν και άλλες αναδυόμενες δυνατότητες: θα υπάρξουν επιπτώσεις στην τιμολόγηση και την εξέλιξη των κόμβων από τη μεγαλύτερη διασυνδεσιμότητα και την ποικιλομορφία της προσφοράς. Η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί ως η πύλη ΥΦΑ για την ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.

Την ίδια στιγμή στον κεντρικό πυρήνα της ενεργειακής στρατηγικής της χώρας βρίσκονται οι ΑΠΕ, οι οποίες αποδεδειγμένα έχουν ήδη μειώσει σημαντικά το ενεργειακό κόστος, με την χώρα μας να επιτυγχάνει ήδη τους στόχους του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα, περίπου 5 χρόνια νωρίτερα από το προδιαγεγραμμένο. Με τα νέα δεδομένα, όπως αυτά αποτυπώνονται στο υπό σχεδιασμό νέο ΕΣΕΚ, η διείσδυση των ΑΠΕ ανεβαίνει στα 25 GW για το σύνολο της εγκατεστημένης ισχύος ως το 2030. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι για τις μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, από έργα συνολικής ισχύος 1,5 GW που περιλαμβάνει το υφιστάμενο πλαίσιο ως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας, ο νεότερος σχεδιασμός προβλέπει διπλάσια δυναμικότητα που θα ανέλθει σε 3 GW. Ήδη έχουν εγκριθεί, σύμφωνα με τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις, 341 εκατ. ευρώ για συστήματα αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας συνολικής ισχύος 900 MW, με τη μορφή επενδυτικής επιχορήγησης κατά τη φάση κατασκευής του έργου, ενώ θα υπάρχει στήριξη κατά τα πρώτα δέκα χρόνια λειτουργίας του.

Η πρόσφατη ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου για τα υπεράκτια αιολικά πάρκα (το οποίο συνιστούσε και ορόσημο στα πλαίσια του Σχεδίου Ανάκαμψης) αποτελεί το πρώτο βήμα για την εγκατάσταση τουλάχιστον 2.6 GW υπεράκτιας αιολικής ισχύος έως το 2030 (περιλαμβανομένων των πιλοτικών) με πολύ μεγαλύτερο δυναμικό να είναι διαθέσιμο στις θάλασσές μας.

Στον τομέα της Εξοικονόμησης Ενέργειας, περιλαμβάνονται η χρηματοδότηση του Εξοικονομώ για κατοικίες αλλά και νέα προγράμματα εξοικονόμησης στους τομείς του τουρισμού, της μεταποίησης και των δημόσιων κτιρίων, με περίπου τον μισό προϋπολογισμό του ΥΠΕΝ από το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2030.

Η δημιουργία ισχυρών διασυνδέσεων και ενεργειακών διαδρομών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου διαμέσου των Βαλκανίων προς χώρες τις κεντρικής Ευρώπης, αλλά και με τις χώρες της βορείου Αφρικής (που διαθέτουν άφθονο ηλιακό δυναμικό και μη «κορεσμένες» εκτάσεις) βρίσκεται πολύ ψηλά στην ατζέντα των εγχώριων παικτών και των Διαχειριστών των δικτύων. Ένα εξαιρετικά εμβληματικό έργο είναι αυτό της διασύνδεσης Ελλάδας - Αιγύπτου με σκοπό τη μεταφορά 3.000 MW καθαρής και φθηνής ενέργειας στη χώρα μας. Η ενέργεια αυτή θα παράγεται από 9,5 GW ΑΠΕ που θα προωθήσει ο όμιλος Κοπελούζου στην Αίγυπτο.

Η προώθηση των ανανεώσιμων αερίων, όπως το πράσινο υδρογόνο και το βιοαέριο, (και των αντίστοιχων υποδομών μεταφοράς τους), καθώς και η δημιουργία πολύπλοκων αλυσίδων αξίας, συνεισφέρουν αντίστοιχα στον εκτοπισμό των ορυκτών καυσίμων. Σύμφωνα με την Εθνική Στρατηγική Προώθησης Τεχνολογιών – Εφαρμογών Υδρογόνου και Ανανεώσιμων Αερίων, το προτεινόμενο πρόγραμμα ανάπτυξης υδρογόνου στην Ελλάδα για το 2030 προβλέπει εγχώρια παραγωγή 3.500 GWh υδρογόνου από ηλεκτρόλυση, συνολικής ισχύος 750 MW, που θα τροφοδοτείται από ηλεκτροπαραγωγή έργων ΑΠΕ, ισχύος 3 GW (80% φωτοβολταϊκά και 20% αιολικά).

Η κρίση της Ουκρανίας σε συνδυασμό με τη γεωστρατηγική θέση της χώρας μας, τη σταθερότητα του επενδυτικού περιβάλλοντος και τη διαθεσιμότητα πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας δημιουργούν τις συνθήκες για τη χώρα, ώστε να καταστεί ενεργειακός κόμβος για την ΝΑ Ευρώπη και η Ελλάδα αμιγώς εξαγωγική. Δεδομένου του πεπερασμένου βάθους της ελληνικής αγοράς, σε επίπεδο ανάπτυξης ιδιωτικών έργων απαιτείται εξαιρετικά προσεκτική ανάλυση των γεωπολιτικών εξελίξεων και των γειτονικών ενεργειακών συστημάτων και ιδιαίτερα της εξέλιξης της ζήτησης σε αυτά (καθώς και άλλων εξελίξεων όπως η επιβολή του διασυνοριακού φόρου άνθρακα), ώστε να μπορούν να απορροφήσουν τις μεγάλες εξαχθείσες ποσότητες ενέργειας χωρίς να υπάρχει κίνδυνος overcapacity. Αντίστοιχα, απαιτείται προσεκτικός σχεδιασμός και προτεραιοποίηση των υποδομών μεταφοράς, υπό το πρίσμα του κόστους/οφέλους για την αποφυγή sunk investments, καθώς και εκτίμηση των επιπτώσεων στις χρεώσεις δικτύου για τους καταναλωτές.

Πέρα λοιπόν από τις δυνάμεις της αγοράς, οι οποίες ήδη λειτουργούν αποτελεσματικά, απαιτείται ένα ευρύτατο πλέγμα δράσεων στο πλαίσιο μιας στοχευμένης στρατηγικής: η εμβάθυνση της συνεργασίας με τις γειτονικές χώρες σε επίπεδο ενεργειακής διπλωματίας, η στενή συνεργασία των Διαχειριστών μεταξύ τους και με γειτονικούς Διαχειριστές σε περιφερειακό επίπεδο, η γρήγορη ανάπτυξη δικτύων μεταφοράς και διασυνδέσεων, η ορθολογική διαχείριση των δικτύων, όπως και η ισότιμη πρόσβαση όλων των παικτών σε αυτές, η ταυτόχρονη επιτάχυνση όλων των αδειοδοτικών διαδικασιών, η ορθή χωροθέτηση πολύ μεγάλης δυναμικότητας ΑΠΕ, η «μάθηση» των παικτών σε ένα νέο περιβάλλον το οποίο πλέον αφορά την ευρύτερη περιοχή μας, η διόρθωση στρεβλώσεων και οι μεταρρυθμίσεις του ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς αποτελούν όλες ένα σύνολο δράσεων που πρέπει να συνδυασθούν και να εναρμονισθούν προσεκτικά για την επιτυχή έκβαση του εξαιρετικά απαιτητικού αλλά και αναπόδραστου στόχου για την κλιματική ουδετερότητα.