ΑΡΘΡΟ

Ναυτιλία και Αεροπορία, στο Προσκήνιο των Νέων Πολιτικών της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας

Νικολέττα Μεταξάτου
By:
insight featured image
Contents

Με σκοπό τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal), η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) παρουσίασε τον Ιούλιο του 2021 μία δέσμη νομοθετικών προτάσεων με τίτλο «Fit for 55». Οι προτάσεις περιλαμβάνουν κατευθύνσεις για την επίτευξη μηδενικών εκπομπών του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, με ενδιάμεσο στόχο τη μείωση των εκπομπών κατά 55% έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, επιφέροντας σημαντικές αλλαγές στον τομέα των μεταφορών. 

Λαμβάνοντας υπόψιν ότι οι κλάδοι της ναυτιλίας και της αεροπορίας ευθύνονται για σημαντικό ποσοστό των συνολικών εκπομπών άνθρακα στην Ευρώπη, συγκεκριμένα για το 3%[1] και 4,7%[2] το 2019, αντίστοιχα, η ΕΕ εισήγαγε αυστηρότερες ρυθμίσεις για τη μείωση των εκπομπών από αυτούς τους κλάδους. Αυτές οι ρυθμίσεις αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης στρατηγικής της ΕΕ για τη μετάβαση προς ανανεώσιμες και βιώσιμες εναλλακτικές πηγές ενέργειας, με στόχο την επίτευξη των κλιματικών στόχων και την προστασία του περιβάλλοντος.

Ένα από τα βασικότερα εργαλεία του πακέτου, το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ/ EU ETS), επεκτείνεται πλέον στους δύο αυτούς τομείς, επιβάλλοντας όριο (‘cap’) στις συνολικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, το οποίο μειώνεται ετησίως. Συμπληρωματικές ρυθμίσεις στοχεύουν στην χρήση «πράσινων» καυσίμων, μέσω των πρωτοβουλιών «FuelEU Maritime» και «ReFuelEU Aviation», καθώς και μέσω της επικείμενης αναθεώρησης της Οδηγίας για τη Φορολογία της Ενέργειας (Energy Taxation Directive/ ETD) που θα εισάγει φόρο στα καύσιμα για εμπορικές και ιδιωτικές πτήσεις. Η συνδυαστική επίδραση των εν λόγω πλαισίων στο «business-as-usual» θα είναι σημαντική και άμεση, με τα ενδιαφερόμενα μέρη να καλούνται ήδη να σχεδιάσουν τις στρατηγικές συμμόρφωσης τους. 

Συγκεκριμένα στην ναυτιλία, οι ρυθμίσεις καλύπτουν σε πρώτο στάδιο πλοία που υπερβαίνουν τους 5.000 τόνους. Η επέκταση του ΣΕΔΕ θα είναι σταδιακή, με κάλυψη του 40% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα από το 2024, και επεκτεινόμενη στο 100% από το 2026. Παράλληλα, η χρήση πρόσθετων μηχανισμών ευελιξίας μέσω του υπολογισμού των συνολικών εκπομπών θα καθιστά δυνατή τη συμμόρφωση σε επίπεδο επιχείρησης, ενθαρρύνοντας την αντικατάσταση παλαιότερων πλοίων με νέα, συμβατά με εναλλακτικά καύσιμα. Με τον κανονισμό «FuelEU Maritime» , ο οποίος υιοθετήθηκε το 2023, η ΕΕ ορίζει την πορεία για μια σταδιακή μείωση της έντασης των εκπομπών αερίων από τα πλοία, φτάνοντας το -80% μέχρι το 2050 και θεσπίζει δεσμευτικούς στόχους για την εφαρμογή ανανεώσιμων καυσίμων μη βιολογικής προέλευσης και την χρήση παράκτιας ηλεκτρικής ενέργειας για την τροφοδοσία τους. 

Κατ’ αντιστοιχία, η αεροπορία η οποία ήδη εντάσσεται σε μία δευτερεύουσα αγορά του ΣΕΔΕ, μέσω του εμπορίου Ευρωπαϊκών Δικαιωμάτων Αεροπορίας (EUAA), καλείται να διαχειριστεί μία απότομη διακοπή του σχήματος των δωρεάν διατιθέμενων δικαιωμάτων, που μέχρι στιγμής αποτελούσαν το 82% των διαθέσιμων EUAAs. Η πρόσφατη αυτή απόφαση της ΕΕ[3] σε συνδυασμό με την συνεχώς αυξανόμενη τιμή των δικαιωμάτων ρύπων, θα έχει ως αποτέλεσμα την δημιουργία σημαντικής «πράσινης αξίας» έως το 2026, που προβλέπεται να είναι οκταπλάσια αυτής του 2023, προωθώντας πέρα από βελτιώσεις αποδοτικότητας και την άμεση υιοθέτηση πράσινων καυσίμων. Επιπλέον και με συμπληρωματικό χαρακτήρα, ο κανονισμός «ReFuelEU Aviation» που υιοθετήθηκε το 2023 στοχεύει στην προώθηση της βιώσιμης εμπορικής αερομεταφοράς στην ΕΕ με διασφάλιση ίσων όρων ανταγωνισμού. Η πρόταση θεσπίζει υποχρεωτικούς στόχους ανάμειξης από 2% το 2025 μέχρι 70% το 2050 για τα βιώσιμα καύσιμα αεροπορίας (Sustainable Aviation Fuels/ SAF), με ειδικούς στόχους για συνθετικά καύσιμα και υποχρεωτική εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη, από το 2024. 

Συμπερασματικά, ναυτιλιακές και αεροπορικές, οι οποίες στο παρελθόν απολάμβαναν προνόμια και φορολογικές εξαιρέσεις, υπόκεινται πλέον σε αυξημένες υποχρεώσεις, επωμιζόμενες το κόστος συμμόρφωσης. Εμφανής αναμένεται να είναι η επίδραση και στην εθνική οικονομία, καθώς ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος είναι από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως, με άμεση και έμμεση συνεισφορά περίπου στο 8% του ΑΕΠ της χώρας.

Στον αντίποδα των επιπτώσεων των νομοθετικών εξελίξεων, οι αυξημένες απαιτήσεις αποτελούν έναυσμα για καινοτομία. Ενδεικτικά, η επίδραση των νέων μέτρων στις επιχειρήσεις ήδη αντικατοπτρίζεται σε ένα πλήθος νέων στρατηγικών συνεργασιών και δεσμευτικών συμφωνιών, που συνάπτουν οι μεγαλύτεροι παίκτες κάθε κλάδου με νέες μονάδες παραγωγής «πράσινων» καυσίμων. Είναι σαφές ότι οι νέες πολιτικές, θέτοντας φιλόδοξους στόχους, μειώνουν το ρίσκο επένδυσης στην παραγωγή καθαρών καυσίμων με καινοτόμες τεχνολογίες, ενώ οι πρωτοπόροι κάθε βιομηχανίας εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τα νέα μέτρα για την ομαλή συνέχιση των δραστηριοτήτων τους.

Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν αυτές οι φιλόδοξες πολιτικές μπορούν να επιτύχουν τους στόχους μετριασμού της κλιματικής αλλαγής. Παρά τη σημαντική πρόοδο, η επίτευξη των μακροπρόθεσμων στόχων θα απαιτήσει συνεχή παρακολούθηση και ενδεχομένως περαιτέρω ενίσχυση των κανονισμών, καθώς και σημαντικά μέτρα και επενδύσεις από τις επιχειρήσεις.

 

Πηγές:

[1] Reducing emissions from the shipping sector - European Commission (europa.eu)
[2] Airplane pollution | Transport & Environment (transportenvironment.org)
[3] Commission decides on 2024 allowances for aircraft operators - European Commission (europa.eu)