ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 08.10.2023

insight featured image
Contents

Γνωρίζετε ότι...

Ως δικαιώματα (royalties) χαρακτήρισε η ΔΕΔ τα ποσά που καταβάλλει διαφημιστική εταιρία σε αλλοδαπή επιχείρηση ως αντάλλαγμα για την στοχευμένη προβολή διαφημίσεων μέσω διαδικτύου.

Υιοθετώντας την ιδιαίτερα αυστηρή προσέγγιση της φορολογικής διοίκησης αναφορικά με την έννοια των δικαιωμάτων, η ΔΕΔ έκρινε με πρόσφατη απόφασή της ότι τα ποσά που κατέβαλε ελληνική διαφημιστική εταιρία σε αλλοδαπές επιχειρήσεις προκειμένου αυτές να προβάλλουν διαφημίσεις σε ιστοσελίδες μεγάλης επισκεψιμότητας ή σε εφαρμογές για κινητά τηλέφωνα αποτελούν δικαιώματα και όχι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών. Κρίσιμο ήταν το γεγονός ότι η διαφημιστική προβολή έγινε κατά τρόπο επιλεκτικό, μέσω χρήσης λογισμικού που εκμεταλλεύονται οι αλλοδαπές επιχειρήσεις και τους επιτρέπει να στοχεύουν σε συγκεκριμένες ομάδες καταναλωτών, όπως αυτές υποδεικνύονται από τη διαφημιστική εταιρία. Σύμφωνα με τη ΔΕΔ, τα ποσά που σχετίζονται με τη χρήση και εκμετάλλευση λογισμικού αποτελούν δικαιώματα. Η ερμηνεία αυτή, ωστόσο, δεν φαίνεται να επιλύει πειστικά τον προβληματισμό που αναδεικνύει και η ίδια η ελεγχόμενη διαφημιστική εταιρία, δηλαδή το εάν μπορούν να θεωρηθούν δικαιώματα τα ποσά που καταβάλλονται σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν παραχωρείται δικαίωμα χρήσης του λογισμικού και η διαφημιστική (ή άλλη) εταιρία απλώς αναθέτει την καταχώριση μιας διαφήμισης μέσω του λογισμικού, χωρίς να έχει καμία απολύτως πρόσβαση σε αυτό. Υπενθυμίζεται ότι τα δικαιώματα που λαμβάνει αλλοδαπή επιχείρηση μπορούν, υπό προϋποθέσεις, να υπόκεινται σε παρακράτηση φόρου (20%) στην Ελλάδα και άρα, το ζήτημα αυτό, έχει μεγάλη πρακτική σημασία, καθώς, άλλωστε, αποτελεί και ιδιαίτερα διαδεδομένη εμπορική πρακτική.

Αποδεκτή η τήρηση ιδιαίτερων χωριστών λογαριασμών προς απόδειξη ότι δεν συνιστούν όλες οι γενικές δαπάνες κοινές εισροές κατά τη μέθοδο prorata.

Tα γενικά έξοδα (εισροές) μικτού υπόχρεου, δηλαδή υποχρέου που χρησιμοποιεί αγαθά και υπηρεσίες για την πραγματοποίηση πράξεων, για μερικές από τις οποίες δεν παρέχεται δικαίωμα έκπτωσης ΦΠΑ, συνιστούν, κατ’ αρχήν, κοινές εισροές. Στην περίπτωση αυτή, ο εκπιπτόμενος φόρος προσδιορίζεται με τη μέθοδο του κλάσματος επιμερισμού (prorata), εκτός εάν ο μικτός υπόχρεος αποδείξει ότι μέρος των υποκείμενων σε ΦΠΑ εισροών συνδέεται με οικονομική δραστηριότητα που παρέχει δικαίωμα έκπτωσης. H εν λόγω απόδειξη μπορεί να προκύψει και με τη χρήση της δυνατότητας που παρέχεται, κατόπιν σχετικής απόφασης του αρμόδιου Προϊσταμένου Δ.Ο.Υ., ήτοι δια του προσδιορισμού από τον ίδιο τον υπόχρεο ποσοστού εκπιπτόμενου φόρου για κάθε τομέα δραστηριότητάς του ή αναλόγως της πραγματικής διάθεσης των αγαθών ή της χρήσης των υπηρεσιών, εφόσον και στις δύο ως άνω περιπτώσεις τηρούνται αντιστοίχως ιδιαίτεροι λογαριασμοί. Αναφορικά με τον τρόπο επιμερισμού του φόρου των κοινών δαπανών, οι διατάξεις της Έκτης Οδηγίας περί ΦΠΑ καταλείπουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στον εθνικό νομοθέτη να θεσπίσει πρόσθετες προϋποθέσεις, όπως αυτή της τήρησης ιδιαίτερων λογαριασμών, προκειμένου να διευκολυνθεί ενδεχόμενος έλεγχος για τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίσθηκε το ποσοστό του εκπιπτόμενου φόρου. Επομένως, το ΣτΕ έκρινε ότι η εθνική πρόβλεψη δυνατότητας τήρησης ιδιαίτερων λογαριασμών κατά παρέκκλιση του κανόνα περί προσδιορισμού εκπιπτόμενου φόρου για κάθε τομέα δραστηριότητάς του ή αναλόγως της πραγματικής διάθεσης των αγαθών ή της χρήσης των υπηρεσιών, δεν αντίκειται στην Έκτη Οδηγία περί ΦΠΑ (ΣτΕ 961/2023).

Technology & Beyond Survey
Technology & Beyond Survey
Δείτε περισσότερα

Παράνομη κρίθηκε η επιβολή διασφαλιστικών μέτρων του δημοσίου εις βάρος πρώην μέλους ΔΣ εφόσον το φυσικό πρόσωπο είχε αποβάλει τη σχετική με την διοίκηση ιδιότητα κατά το χρόνο που ζητήθηκε η επίδειξη των βιβλίων από τη φορολογική αρχή.

Το ΣτΕ διαφοροποιήθηκε σημαντικά από τον γενικό κανόνα περί νομιμοποίησης του δημοσίου προς επιβολή προληπτικών μέτρων χαρακτήρα συντηρητικής κατάσχεσης κατόπιν έκθεσης ελέγχου που διαπιστώνει τη μη απόδοση παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, ακόμα και προ της οριστικοποίησης της σχετικής καταλογιστικής πράξης. Η εν λόγω διάταξη αποσκοπεί στην εξάλειψη του κινδύνου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου και δικαιολογείται από επείγοντες και επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος. Τούτο δε διότι η αποδιδόμενη στην εταιρία παράβαση της μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων δύναται να έχει ως συνέπεια την επιβολή σε αυτήν φόρων για χρήση κατά την οποία το συγκεκριμένο φυσικό πρόσωπο είχε ιδιότητα σχετική με τη διοίκηση, με συνέπεια να ευθύνεται ενδεχομένως προσωπικώς και αλληλεγγύως. Ωστόσο, διευκρινίστηκε πως σε περίπτωση που η παράβαση λαμβάνει χώρα σε χρόνο μεταγενέστερο, τότε η διοίκηση της εταιρίας είχε αναληφθεί από έτερα πρόσωπα, τα οποία είχαν την υποχρέωση να επιδείξουν τα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας στη φορολογική αρχή, ενώ ο προσδιορισμός των οικονομικών αποτελεσμάτων λαμβάνει χώρα εξωλογιστικώς. Ως εκ τούτου, κατόπιν στενής ερμηνείας των εφαρμοστέων διατάξεων και με δεδομένο ότι η λήψη των διασφαλιστικών μέτρων εν προκειμένω βασίζεται σε μη οριστικά πορίσματα ελέγχου και σε παράβαση τελεσθείσα από τρίτους, το ΣτΕ αποφάνθηκε πως συντελείται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και μη επιτρεπτή παρέμβαση στην οικονομική ελευθερία των φορολογούμενων (ΣτΕ 974/2023).