ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 17.12.2023

insight featured image
Contents

Γνωρίζετε ότι...

Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών έκρινε ότι οι συναλλαγές με κρυπτονομίσματα είναι πράξεις υπαγόμενες σε ΦΠΑ.

Σε υπόθεση που τέθηκε ενώπιον της ΔΕΔ, η προσφεύγουσα εταιρία παρείχε πρόσβαση σε προμηθεύτρια εταιρία και πελάτες σε ειδική πλατφόρμα με σκοπό τη διενέργεια συναλλαγών ανταλλαγής κρυπτονομισμάτων. Εντός του αντιτίμου που κατέβαλε ο πελάτης προς την προμηθεύτρια εταιρία περιλαμβανόταν και ποσό προμήθειας προς την προσφεύγουσα λόγω της παροχής της ανωτέρω υπηρεσίας. Σχετικά, η ΔΕΔ έκρινε ότι οι συναλλαγές με κρυπτονομίσματα, και κατ’ επέκταση και τα ποσά προμήθειας που εισέπραττε η προσφεύγουσα, δεν εμπίπτουν στην απαλλακτική διάταξη του Κώδικα ΦΠΑ σχετικά με τις εργασίες που αφορούν σε συνάλλαγμα και νόμιμα μέσα πληρωμής (χαρτονομίσματα και νομίσματα), αφού τα κρυπτονομίσματα δεν περιλαμβάνονται σε καμία από τις δύο ως άνω έννοιες της διάταξης. Ειδικότερα, η έννοια του συναλλάγματος περιλαμβάνει μόνο τα αλλοδαπά νομίσματα και όχι άλλους τίτλους παραστατικούς της αξίας, όπως συναλλαγματικές, επιταγές, άλλα μέσα πληρωμής ή συναλλαγής. Επιπλέον, ως προς τα νόμιμα μέσα πληρωμής, η ΔΕΔ έλαβε υπόψη αφενός ότι τα κρυπτονομίσματα δεν έχουν λάβει νόμιμης αναγνώρισης από την Ελληνική Πολιτεία ως επίσημο νόμισμα αναγκαστικά αποδεκτό στις συναλλαγές και αφετέρου ότι σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτά δεν συνιστούν νόμιμο νόμισμα εκδιδόμενο από κεντρική δημόσια αρχή, αλλά απλά μία ψηφιακή μονάδα αξίας, ένα περιουσιακό στοιχείο κερδοσκοπικής φύσης. Συνεπεία των ανωτέρω, σύμφωνα με τη ΔΕΔ, οι συναλλαγές με κρυπτονομίσματα δεν συνιστούν απαλλασσόμενες πράξεις και άρα, υπάγονται κανονικά σε ΦΠΑ. Αναμένουμε να δούμε αν θα συμφωνήσουν τα δικαστήρια με την απόφαση αυτή (ΔΕΔ 1699/2023).

 

Η νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει κρίνει ότι η ανταλλαγή κρυπτονομισμάτων με συμβατικά νομίσματα συνιστά πράξη απαλλασσόμενη από το ΦΠΑ.

Ήδη από το 2014, το ΔΕΕ σε απόφασή του, είχε αποφανθεί ότι η απαλλαγή που αφορά σε εργασίες σχετικές με συνάλλαγμα και νόμιμα μέσα πληρωμής, εφαρμόζεται και επί συναλλαγματικών ανταλλαγών κρυπτονομισμάτων με συμβατικά νομίσματα. Παρά το γεγονός ότι τα κρυπτονομίσματα συνιστούν «εικονικό» και όχι συμβατικό νόμισμα μη αποτελούμενα νόμιμο μέσο πληρωμής, το ΔΕΕ θεώρησε ότι η ανωτέρω απαλλακτική διάταξη πρέπει να εφαρμόζεται και επί αυτών των συναλλαγών, καθώς οι τελευταίες εμφανίζουν μεγάλες ομοιότητες στο πεδίο ΦΠΑ (π.χ. επί τη βάση επιβολής του φόρου) με τις ανταλλαγές συναλλάγματος (που συνιστούν απαλλασσόμενες πράξεις), ενώ επίσης αρκεί το γεγονός ότι τα κρυπτονομίσματα γίνονται δεκτά ως μέσο πληρωμής από τους εμπλεκόμενους συναλλασσόμενους. Η εν λόγω νομολογία δεν ελήφθη υπόψη από τη ΔΕΔ, για το σχηματισμό της ανωτέρω κρίσης της, καθώς, όπως διατύπωσε, η νομολογία αυτή δεν έχει ενσωματωθεί στο εσωτερικό δίκαιο και δεν υπάρχει στην ημεδαπή έννομη τάξη διάταξη που να υποχρεώνει τη Διοίκηση να συμμορφωθεί με αυτή (C-264/14).

Αναλύοντας τις πρόσφατες τάσεις στον χώρο των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων
Δείτε περισσότερα
Αναλύοντας τις πρόσφατες τάσεις στον χώρο των Εξαγορών & Συγχωνεύσεων

Απαιτείται να υπάρχει έγγραφη σύμβαση κατά τον χρόνο χρήσης των δικαιωμάτων προκειμένου η δαπάνη να αναγνωρισθεί προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα.

Για την αναγνώριση προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα δαπάνης για πληρωμή δικαιωμάτων απαιτείται να υπάρχει εν ισχύι σχετική έγγραφη σύμβαση ήδη κατά τον χρόνο χρήσης των δικαιωμάτων αυτών και όχι να υπογραφεί μεταγενεστέρως τέτοια σύμβαση ενόψει έκδοσης σχετικού τιμολογίου. Στην συγκεκριμένη υπόθεση, ο φορολογικός έλεγχος δεν αναγνώρισε προς έκπτωση και προσέθεσε ως λογιστική διαφορά, ποσό το οποίο αντιστοιχούσε σε αντάλλαγμα για την παραχώρηση δικαιωμάτων αδείας εκμετάλλευσης για την παραγωγή συμβατικών προϊόντων και το οποίο καλυπτόταν από τιμολόγιο ιαπωνικής εταιρίας, στο πλαίσιο σχετικής σύμβασης που υπέγραψε η εν λόγω Ιαπωνική εταιρία με την ελεγχόμενη εταιρία. Ο φορολογικός έλεγχος δεν αναγνώρισε την εν λόγω δαπάνη με την αιτιολογία ότι το ανωτέρω τιμολόγιο αφορά σε χρονική περίοδο που δεν καλύπτεται από την σύμβαση, η οποία υπεγράφη μεταγενέστερα του τιμολογίου καθώς και ότι το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης αφορά περαιωμένη χρήση. Το Εφετείο επικύρωσε την κρίση του φορολογικού ελέγχου με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με τον προϊσχύοντα Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, για την έκπτωση της σχετικής δαπάνης από τα ακαθάριστα έσοδα απαιτείται η ύπαρξη έγγραφης σύμβασης κατά τον χρόνο πραγματοποίησης της δαπάνης, ενώ δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύμβαση αυτή είναι δυνατόν να ανατρέξει σε χρόνο προγενέστερο της υπογραφής της (ΣτΕ 1194/2023).