ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 21.07.2024

insight featured image
Contents

Γνωρίζετε ότι...

Δεκτό το αίτημα περί εξόφλησης τόκων κατόπιν της επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου. Η υποχρέωση του Δημοσίου να καταβάλλει στον φορολογούμενο τόκους για χρέος του, που απορρέει από την υποχρέωση επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντων φόρων, συνιστά παρεπόμενη απαίτηση. Το αίτημα του φορολογουμένου για τη δικαστική διεκδίκηση της καταβολής από το Δημόσιο των ανωτέρω τόκων συνιστά διοικητική διαφορά, που μπορεί να σωρευθεί με την απαίτηση της επιστροφής των αρχικώς επιβαλλόμενων φόρων ενώπιον των αρμόδιων αρχών. Μάλιστα, ακόμα και εάν το Δημόσιο προέβη στην επιστροφή του κύριου φόρου κατόπιν έκδοσης σχετικής δικαστικής απόφασης, χωρίς όμως, την καταβολή των αναλογούντων νόμιμων τόκων, δίνεται η δυνατότητα στο υποκείμενο του φόρου να επανέλθει στην ανώτερη δικαστική βαθμίδα για την διεκδίκηση μόνο των τόκων. Το διάστημα κατά το οποίο υπολογίζονται οι οφειλόμενοι τόκοι είναι, από την κατάθεση του ένδικου βοηθήματος, έως την επιστροφή του φόρου που αχρεωστήτως είχε καταβληθεί από τον φορολογούμενο (ΣτΕ 2339/2023).

 

Για την έκπτωση δικαιωμάτων χρήσης τεχνικής βοήθειας πρέπει αυτή να έχει άμεση εφαρμογή στο αντικείμενο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της επιχείρησης και να αποδεικνύεται η μη ενσωμάτωσή τους στην τιμή πώλησης των αγαθών. Κατά το τακτικό έλεγχο επιχείρησης, κρίθηκε μη εκπεστέο κονδύλι που αφορούσε δικαιώματα τεχνολογικής αδειοδότησης επί των εμπορευμάτων που προμηθεύτηκε ελληνική εταιρεία από αλλοδαπή με το σκεπτικό ότι το κόστος αυτών λαμβάνεται υπόψη στον προσδιορισμό της τιμής πώλησης και δεν είναι παραγωγική δαπάνη, αφού η παραγωγή δεν είναι αντικείμενο της Ελληνικής επιχείρησης και δεν χρησιμοποιήθηκε τεχνογνωσία παραγωγής. Η επιχείρηση προσέφυγε στο Διοικητικό Εφετείο, το οποίο έκρινε ότι δεν νοείται έκπτωση δαπάνης για παροχή τεχνικής βοήθειας, που έχει σχέση με την παραγωγή προϊόντων εκ μέρους μητρικής αλλοδαπής επιχείρησης, σε ημεδαπή επιχείρηση που ασχολείται μόνο με την εμπορία αυτών. Επιπλέον έκρινε ότι δεν απεδείχθη, όπως απαιτείται, η μη ενσωμάτωση των δαπανών στην τιμή πώλησης. Με απόφασή του, το ΣτΕ επιβεβαίωσε το σκεπτικό του Διοικητικού Εφετείου (ΣτΕ 1363/2023 & 1364/2023).

Έρευνα αμοιβών μελών Δ.Σ. και Επιτροπών Δ.Σ. εισηγμένων επιχειρήσεων
Έρευνα αμοιβών μελών Δ.Σ. και Επιτροπών Δ.Σ. εισηγμένων επιχειρήσεων
Read this article

 

Επιβολή τέλους επιτηδεύματος στην μίσθωση ακινήτων στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού. Προβλέπεται ρητά πως τα ακίνητα που μισθώνονται ή υπεκμισθώνονται υπό το συγκεκριμένο καθεστώς από νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, χωρίς την παροχή άλλων υπηρεσιών, πλην της παροχής κλινοσκεπασμάτων, λογίζονται ως επαγγελματικές εγκαταστάσεις (έδρα και υποκαταστήματα) των ως άνω προσώπων και επιβάλλεται τέλος επιτηδεύματος. Το ανωτέρω εφαρμόζεται αναλογικά και για τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία μισθώνουν ή υπεκμισθώνουν 3 ή περισσότερα ακίνητα και αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε περίπτωση που η δραστηριότητα της εν λόγω επιχείρησης επεκτείνεται και σε άλλους κτιριακούς χώρους, θα επιβάλλεται ξεχωριστό τέλος επιτηδεύματος για το κάθε επιπλέον κτίριο στο οποίο στεγάζονται οι εγκαταστάσεις της. Η εν λόγω πρόβλεψη προκάλεσε την αντίδραση του Συνδέσμου Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης Ακινήτων, ο οποίος προσέφυγε στο ΣτΕ. Επισημαίνεται ότι η προϊσχύουσα εγκύκλιος προέβλεπε ότι τα «Ακίνητα» που εκμισθώνονταν στο πλαίσιο της οικονομίας του διαμοιρασμού από νομικό πρόσωπο, χωρίς την παροχή άλλων υπηρεσιών, πλην της παροχής κλινοσκεπασμάτων, δεν λογίζονταν ως υποκατάστημα των ως άνω προσώπων (Ε.2024/9.4.2024).

 

Συνταγματικό έκρινε το ΣΤΕ το τέλος επιτηδεύματος που επιβάλλεται στους ελεύθερους επαγγελματίες. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι παρότι στον ορισμό της φορολογικής ισότητας εμπεριέχεται η αναλογικότητα, η συμβολή δηλαδή κάθε φορολογουμένου στα δημόσια βάρη ανάλογα με την φοροδοτική του ικανότητα, δεν απαγορεύεται στον νομοθέτη να επιβάλλει φόρους χωρίς να λάβει υπόψη αυτή την ικανότητα. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν πρόκειται για επιβαρύνσεις χαμηλού κόστους οι οποίες μπορούν να καταβληθούν από όλους και δεν αποτελούν υπέρμετρο βάρος, ικανό να κλονίσει την περιουσιακή τους κατάσταση. Στην συνέχεια υποστήριξε ότι η θέσπιση ενός μέτρου υπό έκτακτες οικονομικές συνθήκες, δεν σημαίνει ότι η μετέπειτα διατήρηση του αντίκειται στο Σύνταγμα. Πέρα από το γεγονός ότι ο νομοθέτης έχει την ελευθερία να επιβάλλει τους φόρους για την κάλυψη των κρατικών δαπανών, η συγκεκριμένη νομοθεσία πέρα από μέτρο αντιμετώπισης της οικονομικής κατάστασης θεσπίσθηκε και με στόχο την φορολόγηση αποκρυβείσας φορολογητέας ύλης από τους ελεύθερους επαγγελματίες (ΣΤΕ 148/2024).