ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 28.11.2021

insight featured image
Contents

Γνωρίζετε ότι...

Αίτηση φορολογουμένου που διατηρεί ατομική επιχείρηση στην Ελλάδα και ζητά τη μεταφορά της φορολογικής του κατοικίας στη Δ.Ο.Υ. κατοίκων εξωτερικού δεν πρέπει να απορρίπτεται άνευ ετέρου από τη φορολογική διοίκηση.

Ειδικότερα, κατά την εξέταση αιτήματος μεταβολής φορολογικής κατοικίας, η τυχόν άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος του αιτούντος στην ημεδαπή και η διατήρηση από την πλευρά του ενεργούς εγγραφής στο μητρώο της φορολογικής αρχής αποτελεί στοιχείο που ορθά, καταρχήν, συνεκτιμάται από τη διοίκηση. Εντούτοις, εάν ο φορολογούμενος προσκομίζει στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται παροχή εργασίας του στην αλλοδαπή που απαιτεί, κατά κανόνα, την αυτοπρόσωπη παρουσία του στο εξωτερικό, για την απόρριψη του αιτήματός του δεν αρκεί η εκ μέρους της φορολογικής διοικήσεως απλή επίκληση της τυχόν παράλειψής του να προβεί σε δήλωση διακοπής άσκησης επαγγέλματος, αλλά απαιτείται, επιπλέον η επίκληση αποδεικτικών στοιχείων (π.χ. τιμολογίων, εγγραφών σε φορολογικά βιβλία, δηλώσεων ΦΠΑ) από τα οποία προκύπτει ότι ο αιτών εξακολουθεί να έχει την κύρια επαγγελματική του δραστηριότητα στην Ελλάδα (ΔΕΔ Α 2737/2021).

Δεν αποτελεί άνευ ετέρου προσαύξηση περιουσίας η μεταφορά χρηματικού ποσού με τραπεζικό έμβασμα στο εξωτερικό, ως μεμονωμένη συναλλαγή, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Ειδικότερα, το δικαστήριο επεσήμανε ότι ο χρόνος που λαμβάνει χώρα η τραπεζική συναλλαγή είναι αδιάφορος για τον προσδιορισμό του έτους που πρέπει να φορολογηθεί το αντίστοιχο κεφάλαιο. Ο λόγος είναι ότι ως προσαύξηση περιουσίας θα πρέπει να θεωρηθεί αποκλειστικά η διαφορά κατ’ έτος μεταξύ του κεφαλαίου από το οποίο προήλθε το ποσό του εμβάσματος και των δηλωθέντων εισοδημάτων στο αντίστοιχο έτος. Επομένως, για να καθορισθεί εάν υφίσταται φορολογητέο εισόδημα καθώς και το ύψος αυτού, σε περίπτωση εμβασμάτων σε τραπεζικά ιδρύματα του εξωτερικού κατά το έτος που αυτά διενεργούνται, απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί να ελεγχθεί και να προσδιορισθεί εάν επήλθε πράγματι περιουσιακή προσαύξηση που αποτέλεσε την πηγή του κεφαλαίου του εμβάσματος και περαιτέρω εάν η περιουσιακή προσαύξηση επήλθε κατά το οικείο έτος της εν λόγω συναλλαγής. (ΣτΕ 89/2021)


Έρευνα για το Ελληνικό Επιχειρείν: Πορεία προς την ανάκαμψη
Έρευνα για το Ελληνικό Επιχειρείν: Πορεία προς την ανάκαμψη
Δείτε περισσότερα

 

Οι δαπάνες που σχετίζονται με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων εφάπαξ κατά το έτος πραγματοποίησής τους.

Ειδικότερα ο ισχύων ΚΦΕ δεν προβλέπει συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών προς έκπτωση, αλλά θεσπίζει τις γενικές προϋποθέσεις που πρέπει μία δαπάνη να πληροί για να εκπέσει νόμιμα, δηλαδή (α) να πραγματοποιείται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της, (β) να αντιστοιχεί σε πραγματική συναλλαγή και η αξία της συναλλαγής να μην κρίνεται κατώτερη ή ανώτερη της αγοραίας και (γ) να εγγράφεται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιείται και να αποδεικνύεται με κατάλληλα δικαιολογητικά. Στο πλαίσιο αυτό, η Φορολογική Διοίκηση διευκρίνισε ότι το γεγονός ότι οι δαπάνες που πραγματοποιούνται από νομικά πρόσωπα για την αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου καταχωρούνται στα τηρούμενα από αυτά βιβλία μειωτικά της καθαρής τους θέσης, δεν επηρεάζει την φορολογική μεταχείριση των δαπανών αυτών, οι οποίες εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους εφάπαξ κατά το έτος πραγματοποίησής τους. Η έκπτωση των εν λόγω δαπανών από τα ακαθάριστα έσοδα των νομικών προσώπων διενεργείται εξωλογιστικά με την υποβολή της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος στα έτη πραγματοποίησης των εν λόγω δαπανών. (Ε 2209/2021)

Φορολογητέο εισόδημα από ακίνητα θεωρείται ότι αποκτά, κατ’ αρχήν, ο εκμισθωτής οικοπέδου επί του οποίου ο μισθωτής ανεγείρει κτίσμα ή πραγματοποιεί βελτιώσεις ή προσθήκες επί υφιστάμενου κτίσματος με δικές του δαπάνες.

Διαχρονικά, η ανέγερση κτίσματος σε οικόπεδο του εκμισθωτή με δαπάνες του μισθωτή αντιμετωπίζεται φορολογικά ως εισόδημα από ακίνητα, με το σκεπτικό ότι ο εκμισθωτής επωφελείται από το γεγονός αυτό, καθώς, αποκτά το κτίσμα που αναγείρεται στο οικόπεδό του χωρίς να διενεργήσει ο ίδιος τις αναγκαίες δαπάνες. Υπό τον ισχύοντα ΚΦΕ, το κόστος ανέγερσης του κτίσματος αποτελεί, κατά κανόνα, μίσθωμα σε είδος, δηλαδή, είτε μίσθωμα που έχει συμφωνηθεί αντί μισθώματος σε χρήμα για τη χρήση του οικοπέδου είτε συμπληρωματικό μίσθωμα του χρηματικού μισθώματος που έχει συμφωνηθεί. Το ετήσιο μίσθωμα εξευρίσκεται από τη διαίρεση των δαπανών ανέγερσης στα έτη της μίσθωσης και υπάγεται σε φόρο ανάλογα με το εάν ο εκμισθωτής είναι ιδιώτης ή ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. Ωστόσο, σε περιπτώσεις όπου προκύπτει σαφώς ότι η ανάληψη των δαπανών αυτών από μέρους του μισθωτή δεν έχει επηρεάσει το χρηματικό μίσθωμα που συμφωνήθηκε, τότε κατά τη λήξη ή διακοπή της μίσθωσης και εφόσον το κτίσμα παραμείνει στο οικόπεδο προς όφελος του εκμισθωτή, ο τελευταίος φορολογείται για εισόδημα από υπεραξία μεταβίβασης ακινήτου (ΠΟΛ 1069/2015, ΠΟΛ 1103/2015).