ΦΟΡΟΔΟΞΙΕΣ

Φοροδοξίες, 29.12.2024

insight featured image
Contents

Γνωρίζετε ότι...

Το τεκμαρτό εισόδημα για τους ελεύθερους επαγγελματίες αμφισβητείται μόνο για τους αντικειμενικούς λόγους που προβλέπονται στο νόμο.

Η ΔΕΔ κλήθηκε πρόσφατα να εξετάσει δύο προσφυγές φορολογουμένων που αμφισβητούσαν το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Στην πρώτη εξ αυτών, ο προσφεύγων επικαλείται παραβίαση των συνταγματικών αρχών της ισότητας και της αναλογικότητας, αμφισβητώντας τη μεθοδολογία υπολογισμού του τεκμαρτού εισοδήματος. Στη δεύτερη υπόθεση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι λόγω της περιορισμένης δραστηριότητάς της, το πραγματικό εισόδημά της είναι χαμηλό και ότι στηρίζεται οικονομικά από τρίτους, χαρακτηρίζοντας το τεκμαρτό εισόδημα υπερβολικό και αβάσιμο. Η Φορολογική Διοίκηση απέρριψε και τις δύο προσφυγές, κρίνοντας ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι φορολογούμενοι δεν εμπίπτουν στις ειδικές περιπτώσεις αντικειμενικής αμφισβήτησης που προβλέπονται στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Ειδικότερα, οι ισχυρισμοί περί παραβίασης συνταγματικών αρχών και περιορισμένης δραστηριότητας δεν τεκμηριώνονται επαρκώς με αποδεικτικά στοιχεία ή αντικειμενικές περιστάσεις, όπως νοσηλεία, φυσικές καταστροφές ή ανωτέρα βία. Παράλληλα, η Διοίκηση αντέκρουσε ότι εφαρμόζει τις διατάξεις για τον καθορισμό τεκμηρίων εισοδήματος με βάση θεσμοθετημένους συντελεστές και διαδικασίες, δίνοντας έμφαση στη συμμόρφωση με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και την ισχύ των τεκμηρίων ως μέσο φορολογικής διαφάνειας (ΔΕΔ 3022/2024, ΔΕΔ 3027/2024).  

Δεκαετής και όχι δεκαπενταετής η παραγραφή για επιβολή φόρου κληρομιάς όταν έχει υποβληθεί δήλωση έστω και ανακριβής.

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας αφορά τη διάρκεια της παραγραφής για την επιβολή φόρου κληρονομίας όταν η δήλωση είναι ανακριβής ή μη υποβληθείσα. Σύμφωνα με το Νόμο, η παραγραφή για ανακριβή δήλωση είναι δεκαετής, ενώ για μη υποβολή δήλωσης είναι δεκαπενταετής. Στην περίπτωση αυτή, οι αιτούντες είχαν υποβάλει ανακριβείς δηλώσεις, και το Εφετείο είχε δεχτεί ότι η παραγραφή έπρεπε να είναι δεκαπενταετής, θεωρώντας τις συμπληρωματικές δηλώσεις ως παράλειψη δήλωσης. Ωστόσο, το ΣτΕ έκρινε ότι η παραγραφή έπρεπε να είναι δεκαετής, επισημαίνοντας ότι μία χωρίς νομοθετικό έρεισμα ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της  ασφάλειας δικαίου. Η δήλωση, ακόμη και αν είναι ανακριβής, θεωρείται υποβληθείσα. Έτσι, το ΣτΕ αναίρεσε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου και  ακύρωσε την πράξη επιβολής φόρου και προστίμου  (ΣτΕ 1452/2024).

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Οι αναπτυξιακές προκλήσεις της επόµενης µέρας για την Ελλάδα
Δείτε περισσότερα
Οι αναπτυξιακές προκλήσεις της επόµενης µέρας για την Ελλάδα

Tόκοι οφείλονται μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης του φορολογουμένου για την επιστροφή του φόρου ή αλλιώς μέχρι την ημερομηνία επιστροφής του. 

Συγκεκριμένα, η Τράπεζα υπέβαλε αίτηση προς επιστροφή φόρου, το οποίο είχε παρακρατηθεί αχρεωστήτως, και ζήτησε την καταβολή τόκων για την καθυστέρηση της επιστροφής. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών έκρινε ότι η Τράπεζα δικαιούται τόκους για το ποσό αυτό, από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης έως την ημερομηνία ειδοποίησης για την επιστροφή. Η ΑΑΔΕ υπέβαλε αίτηση αναίρεσης, υποστηρίζοντας ότι οι τόκοι έπρεπε να υπολογιστούν μόνο αν η επιστροφή ολοκληρωνόταν μετά την παρέλευση 90 ημερών από την αίτηση, και όχι από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης. Η τραπεζική ανώνυμη εταιρία προσβάλλοντας την ως άνω απόφαση, υποστήριξε ότι τόκοι οφείλονται μέχρι την ημερομηνία ειδοποίησης για την πραγματική καταβολή του επιστρεφόμενου φόρου και όχι μέχρι την ημερομηνία που επιδίδεται η πράξη επιστροφής του φόρου, καθώς η επίδοση της ειδοποίησης δεν συνεπάγεται την άμεση επιστροφή του. Το ΣτΕ, απορρίπτοντας την αίτηση αναιρέσεως της ΑΑΔΕ και δεχόμενο αυτήν της τραπεζικής εταιρίας έκρινε ότι τόκοι οφείλονται για όσο διάστημα διαρκεί η στέρηση της περιουσίας από την οποία απορρέει η αξίωση καταβολής αυτών. (ΣτΕ 734/2024).

Ως τεχνητή διευθέτηση κρίθηκαν από την ΔΕΔ επιχειρηματικά σχέδια εταιρίας στη Βουλγαρία.

Η απόφαση αφορούσε την ενδικοφανή προσφυγή της εταιρίας κατά των προστίμων που επιβλήθηκαν λόγω μη έκδοσης φορολογικών στοιχείων για πώληση αγαθών και διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος. Η κρίση στηρίχθηκε στην ελληνική νομοθεσία, που ορίζει ότι διευθετήσεις με σκοπό την απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος θεωρούνται τεχνητές και μη γνήσιες. Η προσφυγή της εταιρίας στηρίχθηκε στην άποψη ότι η δραστηριότητά της δεν συνιστούσε φοροαποφυγή και ότι οι φορολογικές ενέργειες ήταν νόμιμες, καθώς καταβάλλει φόρους στη Βουλγαρία. Ωστόσο, η ΔΕΔ απέρριψε την προσφυγή, διότι κατά την διάρκεια του ελέγχου εκτιμήθηκε ότι αποσκοπούσε μόνο στην αποφυγή της φορολόγησης στην Ελλάδα μέσω της μεταφοράς της δραστηριότητας σε μια χώρα με ευνοϊκότερο φορολογικό καθεστώς, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική επιχειρηματική δραστηριότητα στη χώρα αυτή (ΔΕΔ 1989/2022).